μακελλειό

μακελλειό
το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) [μάκελλος]
1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο
2. κρεοπωλείο, χασάπικο
3. μαγειρείο
νεοελλ.-μσν.
μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό»)
μσν.
φρ. α. κάμνω μακελλείον» — κατασπαράζω, καταξεσχίζω
β) «εἶμαι τοῡ μακελλείου» — προορίζομαι για θάνατο, είμαι μελλοθάνατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φονή — ἡ, Α (ποιητ. τ.) συν. στον πληθ. 1. σφαγή, φόνος, φονικό, μακελλειό (α. «τόν δ ἐν φοναῑς καλῶς πεσόντα», Αισχύλ. β. «ἄνδρας ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν», Ομ. Ιλ.) 2. τόπος σφαγής, θέση σκοτωμού, πεδίο μάχης 3. σπαραγμένο ζώο, αιμόφυρτο πτώμα …   Dictionary of Greek

  • φονοκοπείον — και φονοκόπιον, τὸ, Μ μεγάλη σφαγή, μακελλειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + κοπεῖον / κόπιον (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ἀργυρο κοπεῖον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”