- μακελλειό
- το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) [μάκελλος]1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο2. κρεοπωλείο, χασάπικο3. μαγειρείονεοελλ.-μσν.μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό»)μσν.φρ. α. κάμνω μακελλείον» — κατασπαράζω, καταξεσχίζωβ) «εἶμαι τοῡ μακελλείου» — προορίζομαι για θάνατο, είμαι μελλοθάνατος.
Dictionary of Greek. 2013.